- λυγκιάζω
- και λυγγιάζω και λυγκιάζομαι ή λυγγιάζομαι [λυγξ (II)]έχω λόξυγγα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μαραγγιάζω — και μαραγκιάζω 1. (για φυτά, άνθη και καρπούς) μαραίνομαι, ξεραίνομαι, χάνω τη θαλερότητα και τη φρεσκάδα μου 2. μτφ. χάνω την ευρωστία, τη ζωτικότητά μου, γερνώ 3. μαραίνω, ξεραίνω κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < *μαραντιάζω < *μαραντός < μαραίνω,… … Dictionary of Greek